οπλήεις

οπλήεις
ὁπλήεις, -εσσα, -εν (Α)
οπλισμένος, αρματωμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὅπλον + κατάλ. -ήεις (βλ. λ. -όεις), πρβλ. τολμ-ήεις].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ὁπλήεντας — ὁπλήεις hooved masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -όεις — όεσσα, όεν (Α όεις, όεσσα, όεν) παραγωγική κατάληξη πολλών επιθέτων τής οποίας αρχική μορφή θεωρείται η εις, εσσα, εν, που σχητίστηκε από ουσ. με επίθημα Fεντ (< IE * went , πρβλ. αρχ. ινδ. και αβεστ. vant : rupa vant «όμορφος» < rupa… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”